επινεφρίδιος

επινεφρίδιος
-α, -ο (Α ἐπινεφρίδιος, -ον)
νεοελλ.
1. φρ. «επινεφρίδιοι αδένες» — οι δύο ενδοκρινείς αδένες οι οποίοι βρίσκονται επάνω σε κάθε νεφρό ο καθένας τους
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επινεφρίδια
οι επινεφρίδιοι αδένες
αρχ.
αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά («ἐπινεφρίδιον δημόν» — το λίπος επάνω στα νεφρά).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπινεφρίδιος — upon the kidneys masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επινεφρίδιος — α, ο 1. που βρίσκεται πάνω στους νεφρούς. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., επινεφρίδια δύο ενδοκρινείς αδένες που βρίσκονται ο καθένας πάνω σε κάθε νεφρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπινεφρίδιον — ἐπινεφρίδιος upon the kidneys masc/fem acc sg ἐπινεφρίδιος upon the kidneys neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”